- σταίτινος
σταίτινος, von Weizenmehl, σταιτίνας πλάσσοοσι ὗς, Her. 2, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταίτινος, von Weizenmehl, σταιτίνας πλάσσοοσι ὗς, Her. 2, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταίτινος — σταίτῑνος , σταίτινος of flour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταίτινος — και στάτινος, ίνη, ον Α [σταῑς, σταιτός] 1. φτειαγμένος από ζυμάρι 2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή» … Dictionary of Greek
σταιτίνας — σταιτί̱νᾱς , σταίτινος of flour fem acc pl σταιτί̱νᾱς , σταίτινος of flour fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταίτινον — σταίτῑνον , σταίτινος of flour masc acc sg σταίτῑνον , σταίτινος of flour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάτινος — ίνη, ον, Α βλ. σταίτινος … Dictionary of Greek
σταιτίτης — και στατίτης και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α 1. ο σταίτινος* 2. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος άρτου 3. (κατά τον Επίχ.) «πλακοῡς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα ίτης (πρβλ. μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
σταιτινοκογχομαγής — ές, Α ζυμωμένος από χυλό αλευριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίτινος + κόγχος «πηχτός ζωμός» + μαγής (< θ. μαγ τού μάσσω «ζυμώνω», πρβλ. μέμαγμαι, μάγμα)] … Dictionary of Greek
στατίνη — ἡ, Α βλ. σταίτινος … Dictionary of Greek
στεάτινος — η, ο / στεάτινος, ίνη, ον, ΝΑ [στέαρ, ατος] νεοελλ. αυτός που αποτελείται ή παρασκευάζεται από στέαρ αρχ. (για άρτο) σταίτινος* … Dictionary of Greek
στεατίτης — Πυριτικό ορυκτό, ποικιλία του τάλκη, που συνήθως εμφανίζεται σε κρυπτο κρυσταλλικά συσσωματώματα. Είναι επίσης γνωστός με την ονομασία ορεόστεαρ ή σαπωνόλιθος. Έχει σκληρότητα 1,0 1,5, ειδικό βάρος 2,6 2,8 και τα χρώματα του ποικίλλουν (άσπρο,… … Dictionary of Greek
σταιτίνην — σταιτί̱νην , σταίτινος of flour fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)