- σταίς
σταίς od. σταῖς, τό, gen. σταιτός, att. στᾴς, Weizenmehl mit Wasser zum Teige eingerührt; Her. 2, 36, Arist. probl. 21, 9 u. A., vgl. Lob. parall. p. 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταίς od. σταῖς, τό, gen. σταιτός, att. στᾴς, Weizenmehl mit Wasser zum Teige eingerührt; Her. 2, 36, Arist. probl. 21, 9 u. A., vgl. Lob. parall. p. 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταῖς — flour of spelt mixed and made into dough neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταίς — σταῖς flour of spelt mixed and made into dough neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταίς — και σταῖς, αιτός και στάς, ατός, τὸ, Α 1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει ὁ δὲ Ἴν σταῑς», Φώτ. β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί»,… … Dictionary of Greek
σταιτί — σταῖς flour of spelt mixed and made into dough neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταιτός — σταῖς flour of spelt mixed and made into dough neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
tā-, tǝ-; tāi-, tǝi-, tī̆ -; (tāu-), tǝu-, tū̆- — tā , tǝ ; tāi , tǝi , tī̆ ; [tāu ], tǝu , tū̆ English meaning: to melt, dissipate, decay Deutsche Übersetzung: ‘schmelzen, sich auflösen (fließen), hinschwinden (Moder, verwesendes)” Material: A. Osset. thayun “tauen, melt”… … Proto-Indo-European etymological dictionary
тесто — укр. тiсто, др. русск., цслав. тѣсто, болг. тесто (Младенов 646), сербохорв. ти̏jесто, словен. testọ̑, чеш. těsto, слвц. сеstо, польск. сiаstо, в. луж. cěsto, н. луж. sěsto. Праслав. *těstо связано с тискать, тесный, согласно Миклошичу (Мi.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σταίτινος — και στάτινος, ίνη, ον Α [σταῑς, σταιτός] 1. φτειαγμένος από ζυμάρι 2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή» … Dictionary of Greek
σταιτήϊα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πέμματος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + ηϊα (πρβλ. αριστ ήια)] … Dictionary of Greek
σταιτίας — και στατίας, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄρτου εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα ίας (πρβλ. ορνιθ ίας)] … Dictionary of Greek
σταιτίον — τὸ, Α [σταῑς, σταιτός] πλακούντας από ζυμάρι … Dictionary of Greek