- σταθμητικός
σταθμητικός, zum Abwägen gehörig, abwägend, τινός, S. Emp. adv. log. 1, 442.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθμητικός, zum Abwägen gehörig, abwägend, τινός, S. Emp. adv. log. 1, 442.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθμητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητικός — ή, ό / σταθμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [σταθμητός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση τού βάθους … Dictionary of Greek
σταθμητικόν — σταθμητικός of masc acc sg σταθμητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητικαί — σταθμητικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητική — σταθμητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμικός — ή, ό, ΝΑ [σταθμός] νεοελλ. φρ. «σταθμική ανάλυση» χημ. τεχνική ποσοτικής χημικής ανάλυσης κατά την οποία το άγνωστο συστατικό ενός δείγματος υλικού μετατρέπεται σε μια ουσία γνωστής σύστασης που μπορεί στη συνέχεια να αποχωριστεί και να ζυγιστεί… … Dictionary of Greek