- σταθμητός
σταθμητός, adj. verb. von σταϑμάω, gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταϑμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθμητός, adj. verb. von σταϑμάω, gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταϑμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθμητός — ή, ό / σταθμητός, ή, όν, ΝΜΑ [σταθμώ] αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει κανείς («σταθμητοί παράγοντες») … Dictionary of Greek
σταθμητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετρηθεί, να ζυγιστεί: Οαέρας είναι ύλη σταθμητή. 2. μτφ., αυτός που μπορεί να υπολογιστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταθμητά — σταθμητός to be measured neut nom/voc/acc pl σταθμητά̱ , σταθμητός to be measured fem nom/voc/acc dual σταθμητά̱ , σταθμητός to be measured fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητῶν — σταθμητός to be measured fem gen pl σταθμητός to be measured masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητόν — σταθμητός to be measured masc acc sg σταθμητός to be measured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμηταί — σταθμητός to be measured fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητοί — σταθμητός to be measured masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητῇ — σταθμητός to be measured fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητή — σταθμητός to be measured fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητήν — σταθμητός to be measured fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμητικός — ή, ό / σταθμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [σταθμητός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση τού βάθους … Dictionary of Greek