- σταθεύω
σταθεύω, erwärmen, brennen, braten; τὰς σηπίας στάϑευε, Ar. Ach. 1005; τῇ λαμπάδι σταϑεύσω, Lys. 376.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθεύω, erwärmen, brennen, braten; τὰς σηπίας στάϑευε, Ar. Ach. 1005; τῇ λαμπάδι σταϑεύσω, Lys. 376.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθεύω — Α 1. θερμαίνω, ψήνω, τηγανίζω, καψαλίζω (α. «τὰς σηπίας στάθευε», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «σταθεύειν πυροῡσθαι και τὸ ὀπτῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Προβληματική είναι η σύνδεση τού ρ. με το συνώνυμο εὔω «φλογίζω»] … Dictionary of Greek
σταθεύσω — σταθεύω scorch aor subj act 1st sg σταθεύω scorch fut ind act 1st sg σταθεύω scorch aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάθευε — σταθεύω scorch pres imperat act 2nd sg σταθεύω scorch imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσταθευμένον — σταθεύω scorch perf part mp masc acc sg σταθεύω scorch perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθευόμενος — σταθεύω scorch pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθεῦσαι — σταθεύω scorch aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθεύειν — σταθεύω scorch pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθεύσαντες — σταθεύω scorch aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσταθευμέναις — σταθεύω scorch perf part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσταθευμένος — σταθεύω scorch perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστάθευσα — σταθεύω scorch aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)