σταθευτός

σταθευτός

σταθευτός, erwärmt, verbrannt, σταϑ. ἡλίου φοίβῃ φλογί Aesch. Prom. 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταθευτός — scorched masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθευτός — ή, όν, Α [σταθεύω] 1. καμένος, καψαλισμένος («σταθευτὸς δ ἡλίου φοίβου φλογὶ χροιᾱς ἀμείψεις ἄνθος», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «πεφλογισμένος ἡρέμα» …   Dictionary of Greek

  • σταθευτῶν — σταθευτός scorched fem gen pl σταθευτός scorched masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθευτόν — σταθευτός scorched masc acc sg σταθευτός scorched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”