σταθερός — standing fast masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek
σταθερός — ή, ό επίρρ. ά,1. ευσταθής, μόνιμος, αυτός που δε μεταβάλλεται: Οι τιμές παρέμειναν σταθερές. – Δεν είναι σταθερή η πολιτική κατάσταση. 2. αυτός που εμμένει σε κάτι: Δεν είναι σταθερός στη φιλία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιωάννης ο Σταθερός — (Μάισεν 1468 – Σβάινιτς 1532). Πρίγκιπας εκλέκτορας της Σαξονίας (1525 32). Ήταν γιος του Ερνέστου, τον οποίο διαδέχθηκε στον θρόνο αμέσως μετά τον θάνατό του μαζί με τον αδελφό του, Φρειδερίκο τον Σοφό. Όταν πέθανε και ο Φρειδερίκος, ο I. ο Σ.… … Dictionary of Greek
σταθερά — σταθερός standing fast neut nom/voc/acc pl (ionic) σταθερά̱ , σταθερός standing fast fem nom/voc/acc dual (ionic) σταθερά̱ , σταθερός standing fast fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερώτερον — σταθερός standing fast adverbial comp (ionic) σταθερός standing fast masc acc comp sg (ionic) σταθερός standing fast neut nom/voc/acc comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερῶν — σταθερός standing fast fem gen pl (ionic) σταθερός standing fast masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερόν — σταθερός standing fast masc acc sg (ionic) σταθερός standing fast neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερώτατον — σταθερός standing fast masc acc superl sg (ionic) σταθερός standing fast neut nom/voc/acc superl sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθεραί — σταθερός standing fast fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθεροῖο — σταθερός standing fast masc/neut gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)