σταθμόνδε

σταθμόνδε

σταθμόνδε, adv., zum Standorte, ins Quartier, Od. 9, 451.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταθμόνδε — to the stall indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμόνδε — Α επίρρ. προς τα οικήματα, προς την κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + επιρρμ. κατάλ. δε* (πρβλ. χορόν δε)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”