στακτή

στακτή

στακτή, , stacte, das aus frischer Myrrhe u. Zimmet gepreßte u. tropfenweise auslaufende Oel, Myrrhenöl, Zimmetöl, ein künstlich bereiteter Balsam, Theophr.; doch auch von andern künstlich bereiteten Flüssigkeiten, στακτὴ ἅλμη, Salzlake, κονίη, Kalklauge, Geop. S. στακτός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στακτῇ — στακτή oil of myrrh fem dat sg (attic epic ionic) στακτός oozing out in drops fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στακτή — oil of myrrh fem nom/voc sg (attic epic ionic) στακτός oozing out in drops fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στακτή — η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν αλισίβα, σταχτόνερο αρχ. αιθέριο έλαιο, βάλσαμο που παρασκευαζόταν από τρυφερή σμύρνα (α. «στακτή τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», Ησύχ. β. «χιλίοις δὲ λιβανωτοῡ καὶ διακοσίοις τῆς λεγομένης στακτῆς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • στάκτη — η, Ν βλ. στάχτη …   Dictionary of Greek

  • στακταῖς — στακτή oil of myrrh fem dat pl στακτός oozing out in drops fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στακτῆς — στακτή oil of myrrh fem gen sg (attic epic ionic) στακτός oozing out in drops fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στακτήν — στακτή oil of myrrh fem acc sg (attic epic ionic) στακτός oozing out in drops fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στακτῶν — στακτή oil of myrrh fem gen pl στακτός oozing out in drops fem gen pl στακτός oozing out in drops masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάχτη — και σπάν. τ. στάκτη, η, Ν 1. τέφρα, σποδός, ό,τι απομένει μετά την καύση ενός πράγματος 2. ο μικρομύκητας ερυσίθη 3. η ασθένεια τών αμπελιών που προκαλείται από την ερυσίβη 4. φρ. α) «ρίχνω στάχτη στα μάτια» παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον β) «όλα… …   Dictionary of Greek

  • στακτός — ή, όν, ΝΜΑ [στάζω] νεοελλ. φρ. «στακτό κόμμι» χημ. κόμμι που προέρχεται από ένα είδος γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο τού αραβικού κόμμεος, ως υδρόχρωμα και στη φαρμακευτική ως καθαρτικό μσν. αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κρύπτη — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”