- σταιτίτης
σταιτίτης, ὁ, = σταίτινος, bes. ein Kuchen aus Weizenmehl; Epicharm. bei Ath. III, 110 b, vgl. XIV, 646 b; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταιτίτης, ὁ, = σταίτινος, bes. ein Kuchen aus Weizenmehl; Epicharm. bei Ath. III, 110 b, vgl. XIV, 646 b; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταιτίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταιτίτης — και στατίτης και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α 1. ο σταίτινος* 2. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος άρτου 3. (κατά τον Επίχ.) «πλακοῡς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα ίτης (πρβλ. μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
σταιτίτην — σταιτίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταιτίτας — σταιτίτᾱς , σταιτίτης masc acc pl σταιτίτᾱς , σταιτίτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατίτης — ὁ, Α βλ. σταιτίτης … Dictionary of Greek