- στελμονίαι
στελμονίαι, αἱ, ein breiter Gürtel od. Riemen der Hunde, Xen. Cyn. 6, 1; Poll. 5, 55 hat τελαμωνία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στελμονίαι, αἱ, ein breiter Gürtel od. Riemen der Hunde, Xen. Cyn. 6, 1; Poll. 5, 55 hat τελαμωνία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στελμονίαι — οἱ, Α φαρδιές ζώνες με τις οποίες περιέβαλλαν τους κυνηγετικούς σκύλους, όταν αυτοί επρόκειτο να βγουν για κυνήγι άγριων θηραμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στελ τού στέλλω + επίθημα μον ία (πρβλ. ἁρμονία)] … Dictionary of Greek
στελμονίαι — στελμονία fem nom/voc pl στελμονίᾱͅ , στελμονία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)