- στιλβηδών
στιλβηδών, όνος, ἡ, = στίλβη; Suid., Schol. Soph. El. 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιλβηδών, όνος, ἡ, = στίλβη; Suid., Schol. Soph. El. 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιλβηδών — όνος, ΜΑ βλ. στιλβηδόνα … Dictionary of Greek
στιλβηδόνα — η / στιλβηδών, όνος, ΝΜΑ στιλπνότητα, λαμπρότητα, στίλβη μσν. αρχ. ακτινοβολία (α. «στιλβηδόνες ὀφθαλμῶν», Φιλόδ. β. «ἡ τῶν ὅπλων στιλβηδῶν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + εκφρ. επίθημα ηδών (πρβλ. ἀχθ ηδών, λαμπ ηδών)] … Dictionary of Greek