- στιλβηδόν
στιλβηδόν, adv., glänzend, strahlend, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιλβηδόν, adv., glänzend, strahlend, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιλβηδόν — shining indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβηδόν — Α επίρρ. με στίβλη, με λαμπρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. σκιρτ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek