στιβαρός

στιβαρός

στιβαρός, eigtl. dicht zusammengedrängt, gedrungen, derb u. kräftig; oft Hom. u. Hes.; von gedrungenen, starkmuskeligen, kräftigen Gliedern: ὦμος, Il. 5, 400; αὐχήν, 18, 415, βραχίονες, Od. 18, 69; χείρ, Il. 13, 505; öfters χερσὶ στιβαρῇσιν, wie z. B. 12, 397; von festen harten Waffen: ἔγχος, 5, 746 u. öfter; σάκος, 3, 335 u. sonst; δίσκον στιβαρώτερον οὐκ ὀλίγον περ, Od. 8, 187; u. adv., πύλας πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, Il. 12, 454, fest, dicht zusammengefügt; – πέλεκυς, Philp. 15 (VI, 103); von Menschen, στιβαρά τις φαίνε ται καὶ καρτερά, Ar. Thesm. 639; auch in sp. Prosa, λέξις, gedrungener Stil, D. Hal. iud. de Thuc. 24, 1; στιβαρῶς φροντίζειν, M. Ant. 8, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στιβαρός — strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • στιβαρός — ή, ό επίρρ. ά δυνατός, ρωμαλέος: Τον κράτησε στα στιβαρά του χέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στιβαρά — στιβαρός strong neut nom/voc/acc pl στιβαρά̱ , στιβαρός strong fem nom/voc/acc dual στιβαρά̱ , στιβαρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβαρώτερον — στιβαρός strong adverbial comp στιβαρός strong masc acc comp sg στιβαρός strong neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβαρωτάτων — στιβαρός strong fem gen superl pl στιβαρός strong masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβαρῶν — στιβαρός strong fem gen pl στιβαρός strong masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβαρόν — στιβαρός strong masc acc sg στιβαρός strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβαρώτατα — στιβαρός strong adverbial superl στιβαρός strong neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβαραῖς — στιβαρός strong fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβαραί — στιβαρός strong fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”