- στεγᾱ-νόμος
στεγᾱ-νόμος, der Hausherr, Hauswirtb, Lycophr. 1095; vgl. Poll. 10, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεγᾱ-νόμος, der Hausherr, Hauswirtb, Lycophr. 1095; vgl. Poll. 10, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεγανόμος — ον, Α 1. κατοικίδιος («στεγανόμους ὄρνιθας», Λυκόφρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ στεγανόμος α) τίτλος ιερατικού αξιώματος β) ιδιοκτήτης κατοικίας, σπιτονοικοκύρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη /στέγᾱ + νόμος*] … Dictionary of Greek