- στιβαρότης
στιβαρότης, ἡ, Gedrungenheit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιβαρότης, ἡ, Gedrungenheit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιβαρότητα — η / στιβαρότης, ητος, ΝΜΑ [στιβαρός] η ιδιότητα τού στιβαρού, ισχύς, δύναμη, ρώμη αρχ. (ως προσωνυμία αξιωματούχου ή άρχοντα) σταθερότητα, ευστάθεια … Dictionary of Greek