- στερνο-τύπτης
στερνο-τύπτης, ὁ, = στερνοτυπής, wie στερνοτυπτέομαι = στερνοτυπέομαι, Suid. u. a. VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερνο-τύπτης, ὁ, = στερνοτυπής, wie στερνοτυπτέομαι = στερνοτυπέομαι, Suid. u. a. VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.