- στερνο-βρῑθής
στερνο-βρῑθής, ές, mit starker Brust, ἵππος, Polyaen. 4, 7, 12, Conj. für σϑενοβριϑής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερνο-βρῑθής, ές, mit starker Brust, ἵππος, Polyaen. 4, 7, 12, Conj. für σϑενοβριϑής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρποβριθής — καρποβριθής, ές (Μ) φορτωμένος καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βριθής (< βρίθω), «γεμίζω» πρβλ. πυρι βριθής στερνο βριθής] … Dictionary of Greek
στερνοβριθής — ές, Α αυτός που έχει γερό στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek