- στερνο-τυπής
στερνο-τυπής, ές, ἰάλεμος, Klagegeschrei, wobei man sich die Brust schlägt; κτύποι, Eur. Suppl 604; πάταγος, Antp. Sid. 98 (VII, 711).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερνο-τυπής, ές, ἰάλεμος, Klagegeschrei, wobei man sich die Brust schlägt; κτύποι, Eur. Suppl 604; πάταγος, Antp. Sid. 98 (VII, 711).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιοτυπής — ἰοτυπής, ές (Α) αυτός που χτυπήθηκε με βέλη («ἰοτυπὴς ὄρνις», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙI) + τυπής (< τύπτω), πρβλ. στερνο τυπής, χειρο τυπής] … Dictionary of Greek
πλευροτυπής — ές Α φρ. «πλευροτυπής κέλαδος» το λάλημα τού πετεινού, ο οποίος ταυτόχρονα χτυπάει τα φτερά στα πλευρά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μηρο τυπής, στερνο τυπής] … Dictionary of Greek
σαρκοτυπής — ές, Α αυτός που χτυπά τη σάρκα, το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. στερνο τυπής] … Dictionary of Greek
χαλκοτυπής — ές, Μ κατασκευασμένος από κατεργασμένο χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τυπής (< τύπτω), πρβλ. στερνο τυπής] … Dictionary of Greek
χειροτυπής — ές, Α αυτός που παράγεται από χτύπημα με το χέρι («κροτάλων χειροτυπὴς πάταγος», Μελέαγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. στερνο τυπής] … Dictionary of Greek