- σταχυηρός
σταχυηρός, mit Aehren, τὰ σταχυηρά, die ährentragenden Pflanzen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταχυηρός, mit Aehren, τὰ σταχυηρά, die ährentragenden Pflanzen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταχυηρός — ά, όν, Α 1. το ουδ. ως ουσ. τά σταχυηρά τα φυτά που σχηματίζουν στάχυ 2. φρ. «σταχυηρὸν σπέρμα» σπόρος από τον οποίο παράγεται φυτό με στάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] … Dictionary of Greek
σταχυηρά — σταχυηρός bearing ears of corn neut nom/voc/acc pl σταχυηρά̱ , σταχυηρός bearing ears of corn fem nom/voc/acc dual σταχυηρά̱ , σταχυηρός bearing ears of corn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυηρῶν — σταχυηρός bearing ears of corn fem gen pl σταχυηρός bearing ears of corn masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυηρόν — σταχυηρός bearing ears of corn masc acc sg σταχυηρός bearing ears of corn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek