- σταχυο-στέφανος
σταχυο-στέφανος, mit Aehren gekränzt, Δηώ, Philp. 14 (VI, 104).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταχυο-στέφανος, mit Aehren gekränzt, Δηώ, Philp. 14 (VI, 104).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισσοστέφανος — κισσοστέφανος, ον (Α) κισσοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + στέφανος (< στέφανος), πρβλ. σταχυο στέφανος, χαλκο στέφανος] … Dictionary of Greek