- σταχυο-πλόκαμος
σταχυο-πλόκαμος, ährenlockig, oder mit einem Aehrenkranz in den Locken, Δημήτηρ Orph. lith. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταχυο-πλόκαμος, ährenlockig, oder mit einem Aehrenkranz in den Locken, Δημήτηρ Orph. lith. 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανοπλόκαμος — κυανοπλόκαμος, ον (Α) (για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλόκαμος «βόστρυχος» (πρβλ. ιο πλόκαμος, σταχυο πλόκαμος)] … Dictionary of Greek