σταυρωτής

σταυρωτής

σταυρωτής, , der Pfähle oder Pallisaden einschlägt, – der Kreuzigende, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταυρωτής — ο, Ν [σταυρῶ, ώνω] 1. αυτός που σταυρώνει, που προσηλώνει κάποιον σε σταυρό 2. μτφ. α) βασανιστής, υπερβολικά ενοχλητικός β) (ιδίως στον πληθ.) οι σταυρωτήδες παλαιά χλευαστική προσωνυμία για τους χωροφύλακες («τόν έπιασαν οι σταυρωτήδες και τόν… …   Dictionary of Greek

  • σταυρωτής — ο 1. αυτός που σταυρώνει. 2. άνθρωπος ενοχλητικός, βασανιστικός. 3. (χλευαστικά) ο χωροφύλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροκέραια — τα (Α ἀκροκέραια) (Ν και ακροκέραιο, το, Μ και ἀκρόκερα, τα) τα άκρα τής κεραίας τών πλοίων νεοελλ. το καθένα από τα δύο άκρα τής σταυρωτής κεραίας που αρχίζει από το τραχήλωμα τών ολκών και είναι λεπτότερο από την άλλη κεραία (κν. πινό). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”