σταυρός

σταυρός

σταυρός, ὁ (ἵστημι), ein aufrechtstehender Pfahl, Spitzpfahl, Pallisade; ἀμφὶ μεγάλην αὐλὴν ποίησαν σταυροῖσιν πυκινοῖσιν, Il. 24, 453, σταυροὺς ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνϑα καὶ ἔνϑα πυκνοὺς καὶ ϑαμέας, Od. 14, 11; ἰκρία ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα, Her. 5, 16; Xen. An. 5, 2, 21, u. öfter. – Später das Kreuz zur Hinrichtung, N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταυρός — upright pale masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — ο 1. όργανο θανατικής εκτέλεσης που αποτελείται από δύο δοκάρια κάθετα μεταξύ τους: Ο Χριστός μετέφερε στους ώμους του το σταυρό του μαρτυρίου. 2. καθετί που έχει το σχήμα του οργάνου αυτού: Φορούσε στο λαιμό της χρυσό σταυρό. – Του απονεμήθηκε ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σταυρός — Sp Stãvras Ap Σταυρός/Stavros L Itakės s. (Jonijos j.), C, Š ir ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρός Νότιος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός, που αποτελείται από τέσσερα κύρια άστρα σε σχήμα σταυρού. Το πρώτο, 13o σε λαμπρότητα σ’ ολόκληρο τον ουρανό, είναι τριπλό …   Dictionary of Greek

  • Ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. — ἐκ ταὐτοῦ ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. См. Из одного дерева икона и лопата …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. — ἀφ ἑνὸς ξύλου καὶ σταῦρος καὶ πτύον. См. Из одного дерева икона и лопата …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αγκυλωτός σταυρός — Συμβολικός σταυρός, τα άκρα του οποίου κάμπτονται. Διακρίνουμε δύο τύπους α.σ., τη σβάστικα, αν τα άκρα του κάμπτονται προς τα αριστερά, και τη σαουβάστικα, αν τα άκρα του κάμπτονται προς τα δεξιά. Ο α.σ. είναι πανάρχαιο σύμβολο του ήλιου και της …   Dictionary of Greek

  • Διεθνής Ερυθρός Σταυρός — Ένωση φιλανθρωπικών οργανώσεων με κεντρική έδρα τη Γενεύη. Βλ. λ. Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης, Σταύρος — (Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης 1865 – 1926). Πρωτοπόρος του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Άρχισε τη σοσιαλιστική πολιτική του δράση το 1884 (ως σπουδαστής του Πολυτεχνείου) και το 1890 οργάνωσε τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Όμιλο (με περισσότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”