- σταυρωτήρ
σταυρωτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταυρωτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στύραξ — (I) ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α βλ. στύρακας. (II) ακος, ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο τού δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ* αρχ. κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ αξ (με επίθημα αξ, πρβλ. πίν αξ, χάρ αξ) ανήκει, κατά… … Dictionary of Greek