στράβη

στράβη

στράβη, , Schlinge, Fessel, vgl. ποδοστράβη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στράβη — στράπτω lighten aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» …   Dictionary of Greek

  • στραβομύτης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει στραβή μύτη 2. (για αιχμηρά αντικείμενα) αυτός που η αιχμή του είναι στραβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + μύτης (< μύτη)] …   Dictionary of Greek

  • Argos-Mykene — Gemeinde Argos Mykene (Δήμος Άργους Μυκηνών) …   Deutsch Wikipedia

  • ποδοστράβη — ἡ, ΜΑ παγίδα για να πιάνονται τα θηράματα από τα πόδια (α. «ὥσπερ ἐν ποδοστράβῃ εἰλημμένον», Υπερ. β. «ποδοστράβας ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν κυνηγετῶν κατασκευαζόμενα, εἰς ἅ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίσκετο», Φώτ.) || [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + …   Dictionary of Greek

  • σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …   Dictionary of Greek

  • στρεβλόρριν — και στρεβλόρρινος, ον, Μ αυτός που έχει στραβή μύτη, στραβομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + ρριν / ρρινος (< ῥίς, ῥινός»μύτη»), πρβλ. οξύ ρρινος] …   Dictionary of Greek

  • ἀστράβη — mule s saddle fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱στράβη , ἀστράπτω lighten aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) ἀστράπτω lighten aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”