στράβηλος

στράβηλος

στράβηλος, , statt στράβαλος, ein gewundener, gedrehter Körper, wic στρόβιλος u. στρόμβος, bes. eine Schnecke, Soph. frg. 299 bei Ath. III, 86 d. – Bei Phereer. Ath. VII, 316 e, nach Poll. 6, 45, die Frucht des wilden Oelbaums.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στράβηλος — snail fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράβηλος — ό, ἡ, Α 1. κοχλίας («στράβηλοι κοχλίαι», Ησύχ.) 2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + επίθημα ηλος (πρβλ. τράχ ηλος)] …   Dictionary of Greek

  • στραβήλοις — στράβηλος snail fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλου — στράβηλος snail fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλους — στράβηλος snail fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλων — στράβηλος snail fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλῳ — στράβηλος snail fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράβηλοι — στράβηλος snail fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”