στράβαλος

στράβαλος

στράβαλος, wie στρεβλός, gedreht, gewunden, bes. vom Haare, kraus, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στραβαλός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + επίθημα αλός (πρβλ. ὁμ αλός)] …   Dictionary of Greek

  • στραβαλοκόμας — ὁ, Α σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβαλός + κόμας (< κόμη), πρβλ. χρυσο κόμης] …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλίας — Α (κατά τον Ησύχ.) «στραβαλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + επίθημα ίας (πρβλ. μυωπ ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”