στρεπτήρ

στρεπτήρ

στρεπτήρ, ῆρος, ὁ, = στροφεύς, στρεπτῆρα ϑύρας ἀειράμενος, Agath. 8 (V, 294).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρεπτῆρα — στρεπτήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῆρι — στρεπτήρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτήρας — ο / στρεπτήρ, ῆρος, ΝΑ, και θηλ. στρέπτειρα Α όργανο κατάλληλο για στρίψιμο ή συστροφή, στροφέας νεοελλ. 1. γενική ονομασία εργαλείων με τα οποία πραγματοποιείται η περιστροφή ενός εξαρτήματος γύρω από άξονα 2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”