- στρευγεδών
στρευγεδών, όνος, ἡ, Bedrängniß, Qual, Nic. Al. 313.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρευγεδών, όνος, ἡ, Bedrängniß, Qual, Nic. Al. 313.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρευγεδών — όνος, ἡ, Α θλίψη, στενοχώρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεύγω + ε δών (πρβλ. σηπ εδών, τηκ εδών)] … Dictionary of Greek