- στρεπτίνδα
στρεπτίνδα, adv., Umwendens, ein Kinderspiel, bei dem ein liegendes Stück Holz mit einem darnach geworfenen umgewandt werden mußte, Poll. 9, 117.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρεπτίνδα, adv., Umwendens, ein Kinderspiel, bei dem ein liegendes Stück Holz mit einem darnach geworfenen umgewandt werden mußte, Poll. 9, 117.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρεπτίνδα — so as to be made to turn over indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτίνδα — Α επίρρ. παιχνίδι κατά το οποίο ένας ή περισσότεροι παίκτες έστηναν στο έδαφος όρθιο ένα νόμισμα ή ένα όστρακο και τό σημάδευαν με ένα άλλο αντίστοιχο, έτσι ώστε να τό κάνουν να στραφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ… … Dictionary of Greek