σπάραξις

σπάραξις

σπάραξις, ἡ, = σπαραγμός (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπάραξις — retching fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαράξει — σπάραξις retching fem nom/voc/acc dual (attic epic) σπαράξεϊ , σπάραξις retching fem dat sg (epic) σπάραξις retching fem dat sg (attic ionic) σπαράσσω tear aor subj act 3rd sg (epic) σπαράσσω tear fut ind mid 2nd sg σπαράσσω tear fut ind act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαράξεις — σπάραξις retching fem nom/voc pl (attic epic) σπάραξις retching fem nom/acc pl (attic) σπαράσσω tear aor subj act 2nd sg (epic) σπαράσσω tear fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαράξηι — σπάραξις retching fem dat sg (epic) σπαράξῃ , σπαράσσω tear aor subj mid 2nd sg σπαράξῃ , σπαράσσω tear aor subj act 3rd sg σπαράξῃ , σπαράσσω tear fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάραξη — η / σπάραξις, άσεως, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες τής τάξης ιριδώδη και περιλαμβάνει 4 έως 6 είδη πολυετών ποωδών φυτών με σωληνοειδή ή χοανοειδή άνθη αρχ. σπαραγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σπαραξικάρδιος — α, ο, Ν 1. αυτός που σπαράζει την καρδιά, πολύ οδυνηρός («σπαραξικάρδιος θρήνος») 2. ειρων. προσποιητά θλιβερός, προσποιητά οδυνηρός («πολύ σπαραξικάρδια είναι αυτά που λές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάραξις «σπασμός» + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι …   Dictionary of Greek

  • σπαράξῃ — σπαράξηι , σπάραξις retching fem dat sg (epic) σπαράσσω tear aor subj mid 2nd sg σπαράσσω tear aor subj act 3rd sg σπαράσσω tear fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”