- σπάρνιοι
σπάρνιοι, bei Hesych. ἐνϑαλάττιοι πέτραι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπάρνιοι, bei Hesych. ἐνϑαλάττιοι πέτραι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπάρνιοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐνθαλάττιοι πέτραι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπαρνός «σπάνιος»] … Dictionary of Greek