σπάρος

σπάρος

σπάρος, , ein Seefisch; Ath. VII, 320 b; Arist. H. A. 2, 17 u. oft; verschieden von σκάρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπάρος — Ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών. Έχει μήκος έως 20 εκ., χρώμα γενικά ορειχάλκινο με αργυρόχρωμες αποχρώσεις και στην ουρά του μια σκοτεινόχρωμη κηλίδα με μορφή δαχτυλιδιού. Το ουραίο και πυγαίο (οπίσθιο) πτερύγιο του έχουν ζωηρό κίτρινο χρώμα.… …   Dictionary of Greek

  • σπάρος — ο είδος ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπαρίδες — (Sparidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των περκόμοφων. Το σώμα τους σκεπάζεται με μεγάλα λέπια, και το στόμα τους, σε συσχετισμό με το κεφάλι τους, είναι μικρό και εφοδιασμένο με πολυάριθμα δόντια, που έχουν σχήμα κοπτήρων, κυνοδόντων ή γομφίων …   Dictionary of Greek

  • Christos Tsaganeas — Hristos Tsaganeas Χρήστος Τσαγανέας Born July 2, 1906 Brăila …   Wikipedia

  • πετρόψαρο — το, Ν·ζωολ. κοινή ονομασία πολλών ψαριών που ζουν ανάμεσα στις πέτρες τής θάλασσας οι οποίες είναι γεμάτες φύκια όπως είναι ο σπάρος, η πέρκα κ.ά …   Dictionary of Greek

  • σαργός — (sargus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων, της υπόταξης των περκοειδών. Περιλαμβάνει είδη μικρών και μεγάλων ψαριών, τα οποία αφθονούν στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό. Έχουν σώμα σχεδόν ωοειδές,… …   Dictionary of Greek

  • σπαρίλα — η, Ν [σπάρος] τεμπέλικη διάθεση, τεμπελιά …   Dictionary of Greek

  • σπαρολόγος — ο, Ν ψιλό παραγάδι για την αλιεία σπάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρος + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • τσίπουρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… …   Dictionary of Greek

  • τσιπούρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… …   Dictionary of Greek

  • sparos — SPÁROS s. (iht.; Sargus annularis) (reg.) caras de mare. Trimis de siveco, 04.05.2005. Sursa: Sinonime  sparós s. m., pl. sparóşi Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic  spáros (şi), s.m. – Specie de peşte (Sargus annularis) …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”