- σπευστός
σπευστός, adj. verb. von σπεύδω, beeilt, eifrig betrieben; σπουδῆς ἄξιος erkl. Phryn. in B. A. 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπευστός, adj. verb. von σπεύδω, beeilt, eifrig betrieben; σπουδῆς ἄξιος erkl. Phryn. in B. A. 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπευστός — ή, όν, Α [σπεύδω] αυτός τον οποίο πρέπει να σπεύσει κανείς να κάνει … Dictionary of Greek
σπευστόν — σπευστός to be done masc acc sg σπευστός to be done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικός — ή, όν, Α [σπευστός] αυτός που σπεύδει, βιαστικός. επίρρ... σπευστικῶς βιαστικά … Dictionary of Greek