σπερμάτιον

σπερμάτιον

σπερμάτιον, τό, dim. von σπέρμα; Theophr. bei Ath. II, 66; Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπερμάτιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματίου — σπερμάτιον neut gen sg σπερματίας left to ripen for seed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματίων — σπερμάτιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερμάτια — σπερμάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρον — το (Α κάρον, το και κάρος, ὁ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας τών σκιαδοφόρων αρχ. 1. (κατά τον Διοσκ.) «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῡν ἀνίσῳ», πιθ. το κύμινο 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλη ἀκρίς».… …   Dictionary of Greek

  • σπερμάτιο — το / σπερμάτιον, ΝΜΑ μικρό σπέρμα, σπορίδιο νεοελλ. βιολ. 1. μικρό ακίνητο κύτταρο που λειτουργεί ως αρσενικός γαμέτης και μπορεί να γονιμοποιήσει ένα ασκογόνιο 2. καθένα από τα κονίδια που παράγονται από ένα πυκνίδιο, αλλ. πυκνιδιοσπόριο αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”