- σπευστικός
σπευστικός, eilig, hastig, eifrig; οὐ γὰρ σπευστικὸς ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων, Arist. eth. 4, 3. – Adv., E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπευστικός, eilig, hastig, eifrig; οὐ γὰρ σπευστικὸς ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων, Arist. eth. 4, 3. – Adv., E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπευστικός — hasty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικός — ή, όν, Α [σπευστός] αυτός που σπεύδει, βιαστικός. επίρρ... σπευστικῶς βιαστικά … Dictionary of Greek
σπευστικόν — σπευστικός hasty masc acc sg σπευστικός hasty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστική — σπευστικός hasty fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικήν — σπευστικός hasty fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικῶς — σπευστικός hasty adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικώς — Α επίρρ. βλ. σπευστικός … Dictionary of Greek