σπυρίδιον

σπυρίδιον

σπυρίδιον, το, dim. von σπυρίς; δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ, Ar. Ach. 428, wo der Schol. bemerkt ὅτι οἱ πρεσβῠται διὰ τὸ μόλις βαδίζειν ἐν σπυρίδι κρύπτουσι τὸν λύχνον ὥςτε σώζειν τὸ πῠρ, u. ib. 445 εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπυρίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυρίδιον — και σφυρίδιον και σφυρίδον και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α [σπυρίς, ίδος / σφυρίς] μικρή σπυράς*, μικρό κομμάτι κοπριάς αιγοπροβάτων …   Dictionary of Greek

  • σπυριδίοις — σπυρίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυριδίου — σπυρίδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυριδίων — σπυρίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυριδίῳ — σπυρίδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυρίδια — σπυρίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυρίδιον — και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α βλ. σπυρίδιον …   Dictionary of Greek

  • σφυρίδον — τὸ, Α βλ. σπυρίδιον …   Dictionary of Greek

  • υρίσιδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπυρίδιον, σπυρίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος βλ. λ. και πιθ. πρέπει να αναγνωσθεί ως ὑρίς, ίδα …   Dictionary of Greek

  • ύρραδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπυρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος (για τη μορφή τής λ. και για απόψεις σχετικά με την ετυμολ. της βλ. λ. σύριχος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”