- σπυρίχνιον
σπυρίχνιον, τό, dim. von σπυρίς, Poll. 7, 174.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπυρίχνιον, τό, dim. von σπυρίς, Poll. 7, 174.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπυρίχνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίχνιον — τὸ, Α μικρή σπυρίδα, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς «καλάθι» + επίθημα ίχνιον (πρβλ. κυλ ίχνιον, πολ ίχνιον)] … Dictionary of Greek
σπυρίχνια — σπυρίχνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)