σπόριμος

σπόριμος

σπόριμος, besäet, zu besäen; αὖλαξ, Theocr. 25, 219; γῆ, Xen. Hell. 3, 2, 10, die §. 8 ἀγαϑὴ ἐργάζεσϑαι heißt; u. Sp.; τὰ σπόριμα, die Saat, N. T.; vgl. πήραν μέτρου σιτοδόκον σπορίμου, Antiphil. 4 (VI, 95); – αἰδὼς σπορίμη, Zeugungsglied, Maneth. 3, 396; – μὴν σπ., der Saatmonat, Plut. Is. et Os. 69.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπόριμος — sown masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόριμος — η, ο / σπόριμος, ον, ΝΜΑ, και σπόριμος, ίμη, ον, θηλ. ποιητ. και ίμα, Α [σπόρος] 1. (για αγρό) κατάλληλος για σπορά, για καλλιέργεια σιτηρών (α. «σπόριμο χωράφι» β. «γῆ σπόριμος», Ξεν. γ. «σπορίμοιο δι αὔλακος», Θεόκρ.) 2. (για σπόρο ή φυτό)… …   Dictionary of Greek

  • σπόριμον — σπόριμος sown masc/fem acc sg σπόριμος sown neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορίμοιο — σπόριμος sown masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορίμοις — σπόριμος sown masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορίμοισιν — σπόριμος sown masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορίμου — σπόριμος sown masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορίμους — σπόριμος sown masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορίμων — σπόριμος sown masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορίμῳ — σπόριμος sown masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπόριμα — σπόριμος sown neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”