- πῑδήεις
πῑδήεις, εσσα, εν, wie πιδακόεις, quellig, quellenreich, Il. 11, 183, Ἴδη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῑδήεις, εσσα, εν, wie πιδακόεις, quellig, quellenreich, Il. 11, 183, Ἴδη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιδήεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) αυτός που έχει αφθονία πηγών («Ἴδης ἐν κορυφῇσι καθέζειν πιδηέσσης», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ + κατάλ. ήεις μέσω αμάρτυρου *πίδη ή *πῖδος (βλ. πίδακας)] … Dictionary of Greek
πιδηέσσης — πιδήεις rich in springs fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιδήεσσα — πιδήεις rich in springs fem nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιδήεσσαν — πιδήεις rich in springs fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίδακας — ο / πῑδαξ, ΝΑ νεοελλ. 1. φυσική πηγή που εξακοντίζει προς τα πάνω το νερό εξαιτίας τής πιέσεως 2. τεχνητή πηγή που με ειδική συσκευή εκτοξεύει το νερό προς τα πάνω και έτσι δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές… … Dictionary of Greek
pei̯(ǝ)-, pī̆- — pei̯(ǝ) , pī̆ English meaning: fat; milk Deutsche Übersetzung: “fett sein, strotzen” Material: O.Ind. páyatē ‘schwillt, strotzt, makes schwellen, strotzen”, pipyuṣī ‘strotzend, milchreich”, Av. (a) pipyūšī “(keine) milk in the… … Proto-Indo-European etymological dictionary