- πῑλωτός
πῑλωτός, = πιλητός; dah. τιάρας περικείμενοι πιλωτάς, Strab. 15, 3, 15; D. Hal. 2, 64 nennt den pileus der römischen flamines πῑλωτά.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῑλωτός, = πιλητός; dah. τιάρας περικείμενοι πιλωτάς, Strab. 15, 3, 15; D. Hal. 2, 64 nennt den pileus der römischen flamines πῑλωτά.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιλωτός — πῑλωτός , πιλωτός of felt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλωτός — ή, όν, ΜΑ [πίλος] 1. ο κατασκευασμένος από πίλημα 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πιλωτόν ο σκούφος για τον ύπνο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πιλωτά οι πίλοι, οι τιάρες τών Ρωμαίων ιερέων αρχ. συμπιεσμένος … Dictionary of Greek
πιλωτά — πῑλωτά , πιλωτός of felt neut nom/voc/acc pl πῑλωτά̱ , πιλωτός of felt fem nom/voc/acc dual πῑλωτά̱ , πιλωτός of felt fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλωτῶν — πῑλωτῶν , πιλωτός of felt fem gen pl πῑλωτῶν , πιλωτός of felt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλωτόν — πῑλωτόν , πιλωτός of felt masc acc sg πῑλωτόν , πιλωτός of felt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλωτάριος — ὁ, Α [πιλωτός] ο πιλοποιός … Dictionary of Greek
πιλωτοποιός — ὁ, Μ ο πιλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλωτός + ποιός*] … Dictionary of Greek
pilotă — PÍLOTĂ, pilote, s.f. 1. Un fel de plapumă călduroasă, de forma unei perne mari umflate, umplută cu fulgi sau cu puf. 2. (reg.) Bagaj, calabalâc. [acc. şi: pilótă] – et. nec. Trimis de oprocopiuc, 18.03.2004. Sursa: DEX 98 PÍLOTĂ s. (reg.)… … Dicționar Român
ԿԱՃԵԱՅ — (Ճէի, իւ.) NBH 1 1038 Chronological Sequence: 8c, 12c ա. ԿԱՃԵԱՅ կամ ԿԱՃԷ. πίλεος, πιλωτός pileus, coactus, pilosus Կազմեալն ʼի կաճէ. թաղեայ. եւ Զգեցեալն կաճիւ. ... *Անարի ոմն սկայ վառեալ, եւ թաղեաւ (կամ թաղիւ) կաճեայ բոլորով ամենեւիմբ պարածածկեալ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πιλωταί — πῑλωταί , πιλωτός of felt fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλωτοῖς — πῑλωτοῖς , πιλωτός of felt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)