πίναξ

πίναξ

πίναξ, ακος, ὁ (nach Einigen mit pinus verwandt, eigtl. sichtenes Brett, nach Buttmann mit πλάξ zusammenhangend, wie auch sonst ν und λ wechseln; fälschlich von πίνω abgeleitet, Trinkschaale), das Brett; Od. 12, 67, Bretterwerk der Schiffe; Opp. Hal. 1, 194 u. A., vgl. πινακηδόν u. Schol. daselbst; – eine Tafel, auf der man Zeichen einkratzt, Il. 6, 169, u. so für Schreibtafel bei den Folgdn; ταῠτ' οὐ πίναξίν ἐστιν ἐγγεγραμμένα, Aesch. Suppl. 924; ἐν χρυσῷ πίνακι γράψαντες, Plat. Critia. 120 c; Dem. 43, 18 u. sonst. – In der Od. 1, 141. 4, 57. 16, 49, κρειῶν πίνακας, hölzerne Tafeln, welche die Stelle der Schüsseln vertreten; ξεστοὶ πίνακες Ar. Th. 778; welche Benennung auch für die späteren irdenen und silbernen blieb; Ath. oft aus comic. – Rechentafel, Plut. – Zeichnung, Gemälde, Her. 5, 49; weil sie auf hölzerne Tafeln gemacht wurden, Ath. XII, 543 u. sonst; Dem. 44, 35; Anschlagebrett, Etwas bekannt zu machen, Verzeichniß, Landkarte, Plut. Thes. 1; Inhaltsanzeige, Register u. dgl., Sp. – Bei Plut. Rom. 12 ist ἡ περὶ τὸν πίνακα μέϑοδος die Astrologie; εἰς ἀγυρτικοὺς κατέβαλε πίνακας ἡ πενία, als Zeichen eines herumziehenden Bettlers, compar. Arist. 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίναξ — board masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίναξ — Αρχαίος ελληνικός όρος που αρχικά σήμαινε την ξύλινη πινακίδα στην οποία έγραφαν, και αργότερα το ζωγραφικό πίνακα. (Σήμερα στη νεοελληνική χρησιμοποιείται ο όρος πίνακας). Από αυτή τη δεύτερη έννοια προήλθε και ο όρος πινακοθήκη. Σε π.… …   Dictionary of Greek

  • ПИНАКА —    • Πίναξ,          имеет самые разнообразные значения: деревянная тарелка, доска для письма, счетная доска, картина (ср. Tabula, Табула), также дощечка, которую получали гелиасты, см. Ήλιαία, Гелиея …   Реальный словарь классических древностей

  • πινάκεσσι — πίναξ board masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινάκεσσιν — πίναξ board masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινάκων — πίναξ board masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνακα — πίναξ board masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνακας — πίναξ board masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνακες — πίναξ board masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνακι — πίναξ board masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίνακος — πίναξ board masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”