- πίνα
πίνα, ἡ, = πίνος, sehr zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίνα, ἡ, = πίνος, sehr zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίνα — πί̱νᾱ , πίνη fem nom/voc/acc dual πί̱νᾱ , πίνη fem nom/voc sg (doric aeolic) πίνᾱ , πινάω to be dirty pres imperat act 2nd sg πίνᾱ , πινάω to be dirty imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνα — ἡ Α βλ. πίνη … Dictionary of Greek
πίνα — η θαλασσινό μαλάκιο, που τρώγεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πῖνα — πῖνον liquor made from barley neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυσσός — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… … Dictionary of Greek
βύσσος — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… … Dictionary of Greek
πίναν — πί̱νᾱν , πίνη fem acc sg (doric aeolic) πίνᾱν , πινάω to be dirty imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πίνᾱν , πινάω to be dirty imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PENINIM — vox Hebr. Gap desc: Hebrew, Proverb. c. 3. v. 15. Est pretiosior τοῖς Peninim, c. 8. v. 11. Melior est sapientia τοῖς Peninim. c. 20. v. 15. Aurum et Peninim abunde sunt, sed labra erudita sunt rara suppellex, notat Margaritas, Chaldaeo, et R.… … Hofmann J. Lexicon universale
PINNA — I. PINNA Hebr. Gap desc: Hebrew, an per sermonis compendium, quasi spina fossaria, quia his quasi spinis aquam fodit piscis et sulcat? Graecis πτερύγιον, ab alarum similitudine. Ut enim pulse aeris feruntur alae et ferunt, ita promovent pisces,… … Hofmann J. Lexicon universale
ολοπίναρος — ολοπίναρος, ον (Α) αυτός που αποτελείται εξ ολοκλήρου από μαργαριτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + πίνη / πῖνα «μαργαριτοφόρο οστρακόδερμο»] … Dictionary of Greek
πίνη — Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.), στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. * * * και πῑνα, ἡ, Α βλ. πίννα … Dictionary of Greek