πίννα — πίννᾱ , πίννα fem nom/voc/acc dual πίννα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίννᾳ — πίνναι , πίννα fem nom/voc pl πίννᾱͅ , πίννα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίννα — Δίθυρα μαλάκια, διαδεδομένα στις εύκρατες ή θερμές θάλασσες, τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των Αβικουλιδών. Τα ελασματοβράγχια αυτά εκκρίνουν από το πόδι μια μακριά και απαλή βύσσο, κατάλληλη για να υφανθεί· το όστρακό τους έχει μακρές ίσες… … Dictionary of Greek
πίννας — πίννᾱς , πίννα fem acc pl πίννᾱς , πίννα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνναι — πίννα fem nom/voc pl πίννᾱͅ , πίννα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιννῶν — πίννα fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνναις — πίννα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνναν — πίννα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίννης — πίννα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίννῃ — πίννα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίννῃσι — πίννα fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)