- πίγγαλος
πίγγαλος, ὁ, bei Hesych. σαῦρος, χαλκίς erklärt, vgl. πίνδαλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίγγαλος, ὁ, bei Hesych. σαῦρος, χαλκίς erklärt, vgl. πίνδαλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίγγαλος — lizard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίγγαλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χαλκίς», είδος σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μπορεί πιθ. να συνδεθεί με αρχ. ινδ. pingala «κοκκινωπός, με χρώμα καφέ ανοιχτό» (με διαφορά στον τονισμό) και pinjara. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με την οικογένεια τών … Dictionary of Greek
пегий — др. русск. пѣгъ, ст. слав. пѣготивъ λεπρός (Супр.), пѣгота λέπρα (там же), болг. пега веснушка (Младенов 416), сербохорв. пjе̏га – то же, пjе̏гав, пjе̏гаст пятнистый, веснушчатый , словен. pẹga пятно, веснушка , рẹgаv пятнистый , чеш. piha… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
πίγγαν — Α (κατά τον Ησύχ.) «νεοσσίον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. πίγγαλος* και αποτελεί διόρθωση τού τ. πιγγανεόσσιον] … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
peig-1 and peik- — peig 1 and peik English meaning: coloured, speckled Deutsche Übersetzung: “Kennzeichnen durch einritzen or färben; bunt, farbig” (besides words for ‘stechen” Material: A. O.Ind. piŋktē (unbel.) “malt”, piŋga , piŋgala “reddish,… … Proto-Indo-European etymological dictionary