- πέδ-οικος
πέδ-οικος, 2 Endgn, dor. u. öol. statt μέτοικος, Aesch. frg. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέδ-οικος, 2 Endgn, dor. u. öol. statt μέτοικος, Aesch. frg. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek