- πέδονδε
πέδονδε, adv., zu Boden, zur Erde, niederwärts; Il. 13, 793 Od. 11, 598; πέδονδε καὶ μετάρσιος, Soph. Tr. 783.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέδονδε, adv., zu Boden, zur Erde, niederwärts; Il. 13, 793 Od. 11, 598; πέδονδε καὶ μετάρσιος, Soph. Tr. 783.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέδονδε — to the ground indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδονδε — Α (τοπ. επίρρ.) προς το έδαφος, προς τα κάτω 2. στην πεδιάδα, στον κάμπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. μυχόν δε)] … Dictionary of Greek
πεδόσε — πέδονδε to the ground indeclform (adverb) πεδόσε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάρσιος — α, ο (ΑΜ μετάρσιος, ον, θηλ. και α, Α δωρ. τ. πεδάρσιος, ον) αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα, αυτός που έχει υψωθεί πάνω από το έδαφος («ἐσπᾱτο γὰρ πέδονδε καἰ μετάρσιος», Σοφ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τo μετάρσιον ο εξώστης, το μπαλκόνι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πεδόσ' — πεδόσε , πέδονδε to the ground indeclform (adverb) πεδόσε , πεδόσε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)