- πέδοι
πέδοι, auch πεδοῖ betont, s. aber Dind. zu Gaisf. poet. min. graec. 1 p. VII, adv., zu Boden, zur Erde; Aesch. πέδοι δὲ βᾶσαι, auf die Erde, Prom. 272; Luc. Lex. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέδοι, auch πεδοῖ betont, s. aber Dind. zu Gaisf. poet. min. graec. 1 p. VII, adv., zu Boden, zur Erde; Aesch. πέδοι δὲ βᾶσαι, auf die Erde, Prom. 272; Luc. Lex. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέδοι — on the ground indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδοι — Α (τοπ. επίρρ.) πάνω στο έδαφος, καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την παλιά τοπική πτώση τού ουσ. πέδον (πρβλ. οίκοι)] … Dictionary of Greek
πεδοῖ — πεδάω bind with fetters pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπειτα — (AM ἔπειτα) επίρρ. 1. αργότερα, μετά, ακολούθως 2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγει κι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;» … Dictionary of Greek
οίκοι — (Α οἴκοι) επίρρ. 1. στο σπίτι, κατ οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῑν οἴκοι ἔνεστι γόος», Ομ. Ιλ. β. «τού επιβλήθηκε οίκοι περιορισμός») 2. στην πατρίδα αρχ. 1. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα 2. (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) ὁ, ἡ, τὸ οἴκοι ο… … Dictionary of Greek
όμαιμος — η, ο (Α ὅμαιμος, ον και ποιητ. τ. ὁμαίμιος, ον) ο εξ αίματος συγγενής με κάποιον («τὸ μητρὸς αἷμ, ὅμαιμον ἐκχέας πέδοι», Αισχύλ.) αρχ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ ὅμαιμος αδελφός, αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + αιμος (< αἷμα), πρβλ.… … Dictionary of Greek