- πάν-θοινος
πάν-θοινος, vollkommen, stattlich schmausend, τράπεζαι = πανϑοινία, Opp. Hal. 2, 221.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάν-θοινος, vollkommen, stattlich schmausend, τράπεζαι = πανϑοινία, Opp. Hal. 2, 221.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάνθοινος — οίνη, ον, θηλ. και ος, Α γεμάτος με κάθε είδους εδέσματα, πλουσιοπάροχος («πανθοίνοισι τραπέζαις», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θοίνη «συμπόσιο, δείπνο» (πρβλ. εύ θοινος)] … Dictionary of Greek